- υπερπίεση
- [-ις (-εως)] η1) чрезвычайно большое давление (газа, пара и т. п.); 2) см. υπερτονία
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υπερπίεση — η, Ν 1. φυσ. α) πίεση που υπερβαίνει ένα καθορισμένο σημείο ή μια πίεση αναφοράς β) η ποσότητα κατά την οποία η τιμή μιας πίεσης υπερβαίνει την καθορισμένη τιμή ή την τιμή τής πίεσης αναφοράς 2. ιατρ. η υπέρταση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ.… … Dictionary of Greek
σίφωνας — Σωλήνας ή αγωγός κυρτός, σε σχήμα περίπου U, που χρησιμοποιείται για τη μετάγγιση υγρών από το ένα δοχείο στο άλλο, όταν το δεύτερο είναι τοποθετημένο κάτω από τη στάθμη του υγρού που περιέχεται στο πρώτο. Η λειτουργία του στηρίζεται στη συνοχή… … Dictionary of Greek
υπέρταση — η 1. η υπερβολική ένταση: Υπέρταση προσπαθειών. 2. αρτηριακή πίεση ανώτερη της φυσιολογικής, υπερπίεση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)